καλοπαντρεύω

καλοπαντρεύω
(Μ καλοπαντρεύω και καλοπανδρεύω)
παντρεύω κάποιον καλά, με ευνοϊκούς όρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοπαντρεύω — καλοπαντρεύω, καλοπάντρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοπαντρεύω — καλοπάντρεψα, καλοπαντρεύτηκα, καλοπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον καλά: Το καλοπάντρεψε το κορίτσι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”